- πολιτοκόπος
- -ον, Αδημοκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτοκόπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοκοπία — ἡ, Α [πολιτοκόπος] δημοκοπία … Dictionary of Greek
πολιτοκοπώ — έω, Α [πολιτοκόπος] 1. δημοκοπώ 2. λοιδορώ, εμπαίζω … Dictionary of Greek